- κόμη
- η (AM κόμη)1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι' αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.)2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστώννεοελλ.1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι φωτεινές ακτίνες οι οποίες προέρχονται από ένα αντικείμενο τοποθετημένο έξω από τον κύκλο άξονα τού οπτικού συστήματος2. φρ. «Κόμη Βερενίκης»αστρον. αστερισμός τού βόρειου ημισφαιρίουαρχ.1. το γένι2. τα βράγχια τής σουπιάς3. φωτεινή ουρά κομήτη4. στον πληθ. αἱ κόμαιπαραφυάδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. παράγεται πιθ. από τη λ. κομέω «περιποιούμαι», οπότε θα σήμαινε αρχικά «περιποιημένα μαλλιά», σε αντίθεση με τη λ. θροίξ, πληθ. τρίχες. Η άποψη κατά την οποία η λ. παράγεται από τη λ. κομάω (πρβλ. ὁρμῶ > ορμή), που κατά την ίδια άποψη θεωρείται παρλλ. τ. τού κομέω «περιποιούμαι», προσκρούει στο γεγονός ότι η λ. κομάω δεν έχει τη σημ. «περιποιούμαι». Τα σύνθετα με β' συνθετικό τη λ. κόμη έχουν τη μορφή -κομος και είναι προπαραξύτονα, σε αντιδιαστολή με τα σύνθετα με β' συνθετικό τη λ. κομῶ, που έχουν την ίδια μορφή -κόμος, αλλά είναι παροξύτονα.ΠΑΡ. κομήτηςαρχ.κομήεις, κομητικός, κομήτις, κόμιον, κομίσκη, κομώ.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κόμαιθος, κοματροφώ. (Β' συνθετικό) καλλίκομος, λυσίκομος, υψίκομοςαρχ.αβρόκομος, άκομος, ακρόκομος, αμφίκομος, αυτόκομος, αφρόκομος, βαθύκομος, δαφνόκομος, δενδράκομος, δρακοντόκομος, εύκομος, εχιδνόκομος, ιππόκομος, κατάκομος, κρηδεμνόκομος, κυπαρισσόκομος, λευκόκομος, ξανθόκομος, οξύκομος, οπισθόκομος, ουλόκομος, παράκομος, περίκομος, περισσόκομος, πολύκομος, σκιαρόκομος, πιθηνόκοος, τιθωνόκομος, υλόκομος, φιλόκομος, φυλλόκομος, χλωρόκομος, χρυσόκομος].
Dictionary of Greek. 2013.